1/12/09

αδρομερώς

.
αδρώς, αόριστα / αορίστως, γενικά / γενικώς, γκρόσο μόντο (grosso modo), εν γένει, θολά / θολώς, παχέως, περιληπτικά / περιληπτικώς, σε γενικές γραμμές, συνοπτικά / συνοπτικώς, χονδρικά, χονδρώς, χοντρικά
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: